- λευχαιμία
- Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ. διαχωρίζονται, ανάλογα με το είδος των λευκών αιμοσφαιρίων τα οποία πάσχουν, σε μυελογενείς και λεμφογενείς, και ανάλογα με τον χρόνο εξέλιξής τους, σε οξείες και χρόνιες. Οι οξείες λ. εμφανίζονται στα παιδιά και εξελίσσονται γρήγορα, ενώ οι χρόνιες στους ενηλίκους, ακόμη και σε ηλικιωμένους, οπότε η εξέλιξή τους είναι βραδεία (έως και 10 χρόνια). Σε ποσοστό 75%, η λ. προσβάλλει ενηλίκους, αποτελεί όμως τη συχνότερη μορφή καρκίνου στα παιδιά.
Στην οξεία μορφή η υπερβολική ανάπτυξη των αώρων και ανώμαλων μορφών εμποδίζει τις φυσιολογικές λειτουργίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων και έτσι προκαλείται αντίστοιχα μείωση της άμυνας του οργανισμού, αναιμία, αιμορραγική διάθεση. Τα συμπτώματα είναι ωχρότητα, έντονο αίσθημα κόπωσης, ουλίτιδα, αιμορραγίες από τα ούλα και τους νεφρούς (αιματουρία) και εκχυμώσεις. Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι οι πόνοι στα οστά. Συχνά παρατηρείται διόγκωση της σπλήνας, του ήπατος και των λεμφογαγγλίων. Τα συμπτώματα αυτά στη χρόνια λ. μπορεί να είναι ήπια, με αποτέλεσμα ο πάσχων πιθανώς να μην υποπτευθεί τη νόσο. Στη γενική εξέταση αίματος παρατηρείται μεγάλη αύξηση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων και παρουσία αώρων, δηλαδή βλαστικών μορφών. Αλλά και αυτό το στοιχείο δεν φτάνει για να χαρακτηριστεί η νόσος ως λ., εάν δεν γίνει μυελόγραμμα, δηλαδή ιστολογική εξέταση του μυελού των οστών ύστερα από στερνική παρακέντηση. Με την εξέταση αυτή θα διαπιστωθεί η λ., καθώς και ο τύπος της, αν είναι δηλαδή μυελογενής ή λεμφογενής.
Το αίτιο της λ. δεν είναι γνωστό. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες αναπτύχθηκε λ. με την επίδραση χημικών ουσιών (για παράδειγμα, βενζένιο), με την επίδραση ισχυρής ακτινοβολίας, όπως οι λ. οι οποίες παρατηρούνται σε ακτινολόγους και αυτές που παρατηρήθηκαν σε άτομα τα οποία εκτέθηκαν σε ακτινοβολία κατά την έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας. Στα πουλιά και στα ποντίκια, η λ. προκαλείται από ιούς, μερικοί από τους οποίους μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά ως μέρος των χρωματοσωμάτων τους, και προκαλούν στο ζώο τη λ. όταν συντρέχουν ευνοϊκοί περιβαλλοντικοί παράγοντες. Η σημασία των εξωτερικών παραγόντων διαπιστώνεται και από στατιστικές μελέτες, οι οποίες αποδεικνύουν ότι οι λ. είναι συχνότερες στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, ίσως γιατί σε αυτές το περιβάλλον ρυπαίνεται από διάφορες χημικές ουσίες.
Η θεραπεία της λ. γίνεται με μέσα που αποβλέπουν στην καταστροφή των πολλών και ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων. Τέτοια μέσα είναι τα κυτταροστατικά και αντιμιτωτικά φάρμακα, οι ακτινοβολίες του λευκοποιητικού ιστού, ιδιαίτερα των λεμφογαγγλίων στη λεμφογενή λ., και τα ανοσοθεραπευτικά. Η χειρουργική αφαίρεση της σπλήνας μπορεί επίσης να ωφελήσει, ιδιαίτερα στη λ. από τριχωτά κύτταρα. Η μεταμόσχευση μυελού οστών από υγιές άτομο έχει αποδώσει σχετικά καλά αποτελέσματα, αλλά στη μέθοδο αυτή ενέχονται όλοι οι κίνδυνοι των μεταμοσχεύσεων. Η ανοσοθεραπεία είναι η θεραπεία του μέλλοντος, αν στο μεταξύ δεν έχει ακόμα βρεθεί το αίτιο των λ. Αυτή συνίσταται στην ανεύρεση μιας αντιγονικής ουσίας στα πάσχοντα κύτταρα του ασθενούς, την οποία, όταν ενεθεί ως εμβόλιο, ο οργανισμός τη θεωρεί ως ξένη ουσία και αναπτύσσει ανοσολογική αντίδραση εναντίον της με τη δημιουργία αντισωμάτων και την ανάπτυξη κυτταρικής ανοσίας.
Από λ. νοσούν, εκτός από τον άνθρωπο, και τα ζώα του αμέσου περιβάλλοντός του, όπως οι σκύλοι, οι γάτες και οι κότες.
Ορατές, μεγεθυμένες κατά χίλιες φορές, βλαστικές μορφές λευκοκυττάρων στο περιφερικό αίμα άρρωστου που πάσχει από οξεία λευχαιμία.
* * *ηιατρ. πάθηση που χαρακτηρίζεται από ανώμαλο πολλαπλασιασμό τών κυττάρων τών λευκοποιητικών ιστών, δηλαδή αυτών που παράγουν τα λευκά αιμοσφαίρια ή λευκοκύτταρα, και από την είσοδο τών κυττάρων αυτών στην κυκλοφορία τού αίματος πριν από την ωρίμασή τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leukemia < leuk(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + -emia (< -αιμία < αἷμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.